- εσώψυχος
- -η, -ο και σώψυχος, -η, -ο1. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκφράζεται, δεν εκδηλώνεται εξωτερικά, αλλά συμβαίνει μόνο στην ψυχή («εσώψυχο μίσος»)2. ο ειλικρινής, ο βαθύς, αυτός που προέρχεται βαθιά μέσα από την ψυχή («εσώψυχη συμπόνοια»). Επίρρ. (ε)σώψυχαενδόμυχα, εκ βαθέων.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. πονό-ψυχος].
Dictionary of Greek. 2013.